τρυπανοσωμίαση

τρυπανοσωμίαση
η, Ν
1. (ιατρ.-κτην.) γενική ονομασία πρωτοζωικών παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από τρυπανοσώματα
2. φρ. α) «αμερικανική τρυπανοσωμίαση»
ιατρ. τρυπανοσωμίαση που προσβάλλει πολλά εκατομμύρια Νοτιοαμερικανών και οφείλεται στο Trypanosoma cruzi, το οποίο μεταδίδεται με τους νυγμούς διαφόρων κοριών-ξενιστών, αλλ. νόσος τού Σάγκας
β) «αφρικανική τρυπανοσωμίαση»
ιατρ. τρυπανοσωμίαση που μεταδίδεται με το τσίμπημα διαφόρων ειδών τής μύγας τσε-τσε, τα οποία είναι ξενιστές διαφόρων τρυπανοσωμάτων, αλλ. νόσος τού ύπνου
γ) «τρυπανοσωμιάσεις τών ζώων»
(κτην.) τρυπανοσωμιάσεις που προσβάλλουν τα ζώα και από τις οποίες σημαντικότερες είναι η ναγκάνα, που οφείλεται στο Trypanosoma brucei και προσβάλλει κυρίως τα ζώα στην Αφρική, και η σούρα, που προκαλείται από το Trypanosoma evansi και μαστίζει τα βοοειδή τής Ινδίας και άλλων χωρών τού Ινδικού Ωκεανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trypanosomiase < trypanosoma (βλ. τρυπανόσωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …   Dictionary of Greek

  • ναγκάνα — και ναγάνα, η (κτην.) τρυπανοσωμίαση, ζωονόσος τών βοοειδών και τών ιπποειδών, η οποία προκαλείται από μαστιγοφόρα παράσιτα τού γένους τρυπανόσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nagana < u nakane, λ. τής γλώσσας τών Ζουλού …   Dictionary of Greek

  • τρυπανόσωμα — και τρυπανόσωμο, το, Ν ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας τρυπανοσωμίδες, τα ενήλικα άτομα τού οποίου παρασιτούν, κατά κανόνα, στο αίμα τών σπονδυλοζώων και προκαλούν τις νόσους που είναι γνωστές με τη γενική ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • Λαβεράν, Σαρλ Λουί Αλφόνς — (Charles Louis Alphonse Laveran, Παρίσι 1845 – 1922). Γάλλος μικροβιολόγος και επιδημιολόγος γιατρός. Ο Λ. σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο (1867). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αλγερία, όπου μετά από συνεχείς μελέτες κατόρθωσε να ανακαλύψει τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”